θρόισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θρόισμα < (θροΐζω) θροϊσ- + -μα < αρχαία ελληνική θρόος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɾo.i.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρό‐ι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρόισμα ουδέτερο
- συνεχής ελαφρός θόρυβος όταν ο αέρας κινεί τα φύλλα δέντρου
- ⮡ το θρόισμα των φύλλων με νανουρίζει, και μεταφορικά: το θρόισμα της μεταξωτής φούστας