Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θɾo.iˈzma.ton/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

θροϊσμάτων ουδέτερο