θρόος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θρόος | οι | θρόοι |
γενική | του | θρόου | των | θρόων |
αιτιατική | τον | θρόο | τους | θρόους |
κλητική | θρόε | θρόοι | ||
Δείτε και την κλίση του αρχαίου θρόος. | ||||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρόος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θρόος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρόος αρσενικό
- βουητό από τους ήχους ομιλίας ανθρώπων
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Όροι με θρόος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θρόος > θροῦς | οἱ | θρόοι > θροῖ |
γενική | τοῦ | θρόου > θροῦ | τῶν | θρόων > θρῶν |
δοτική | τῷ | θρόῳ > θρῷ | τοῖς | θρόοις > θροῖς |
αιτιατική | τὸν | θρόον > θροῦν | τοὺς | θρόους > θροῦς |
κλητική ὦ! | θρόε > θροῦ | θρόοι > θροῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρόω > θρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρόοιν > θροῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρόος, ήδη ομηρικό > *θρόϜ-ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε σε λέξεις όπως θόρυβος, θρῆνος, θρῦλος.[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρόος αρσενικό, συνηρημένο, αττικός τύπος : θροῦς
- ο θόρυβος
- (μεταφορικά, στον Ξενοφώντα) η φήμη
- στα λατινικά: rumor
Συγγενικά
επεξεργασία- θροέω
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- θρόος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.