↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θρόος οι θρόοι
      γενική του θρόου των θρόων
    αιτιατική τον θρόο τους θρόους
     κλητική θρόε θρόοι
Δείτε και την κλίση του αρχαίου θρόος.
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρόος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θρόος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρόος αρσενικό

  • βουητό από τους ήχους ομιλίας ανθρώπων

Συγγενικά

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρόος > θροῦς οἱ θρόοι   > θροῖ
      γενική τοῦ θρόου > θροῦ τῶν θρόων > θρῶν
      δοτική τῷ θρό   > θρ τοῖς θρόοις > θροῖς
    αιτιατική τὸν θρόον > θροῦν τοὺς θρόους > θροῦς
     κλητική ! θρόε   > θροῦ θρόοι   > θροῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρόω   > θρώ
γεν-δοτ τοῖν  θρόοιν > θροῖν
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλόος' όπως «πλόος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρόος, ήδη ομηρικό > *θρόϜ-ος, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος που συναντάμε σε λέξεις όπως θόρυβος, θρῆνος, θρῦλος.[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρόος αρσενικό, συνηρημένο, αττικός τύπος : θροῦς

  1. ο θόρυβος
    1. (στον Όμηρο) όπως από πολλές φωνές
    2. (στον Πίνδαρο) όπως από μουσικούς ήχους
    3. (στον Θουκυδίδη) του πλήθους
  2. (μεταφορικά, στον Ξενοφώντα) η φήμη
    στα λατινικά: rumor

Συγγενικά

επεξεργασία
  • θροέω
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.