θροῦς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θρόος > θροῦς | οἱ | θρόοι > θροῖ |
γενική | τοῦ | θρόου > θροῦ | τῶν | θρόων > θρῶν |
δοτική | τῷ | θρόῳ > θρῷ | τοῖς | θρόοις > θροῖς |
αιτιατική | τὸν | θρόον > θροῦν | τοὺς | θρόους > θροῦς |
κλητική ὦ! | θρόε > θροῦ | θρόοι > θροῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρόω > θρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρόοιν > θροῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθροῦς αρσενικό
- αττικός τύπος του θρόος, συνηρημένος τύπος