σουσούρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σουσούρισμα < (σουσουρίζω) σουσουρισ- + -μα < σούσουρο
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /suˈsu.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σου‐σού‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίασουσούρισμα ουδέτερο
- (σπάνιο) θρόισμα, σούσουρο
- ※ Και από μακριά ο μονότονος ήχος της ανακατώνουνταν με κάτι σαν το σουσούρισμα του αερακιού ανάμεσα στα καλάμια. Σφιχταγκαλιασμένα ακροάζουνταν τ' αγόρια [...] Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου books.google
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σουσούρισμα
|