Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
      γενική του φτεροσουσουρίσματος των φτεροσουσουρισμάτων
    αιτιατική το φτεροσουσούρισμα τα φτεροσουσουρίσματα
     κλητική φτεροσουσούρισμα φτεροσουσουρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτεροσουσούρισμα < φτερ(ό) + -ο- + σουσούρισμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fte.ɾo.suˈsu.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φτε‐ρο‐σου‐σού‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτεροσουσούρισμα ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία