Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτεροκόπημα τα φτεροκοπήματα
      γενική του φτεροκοπήματος των φτεροκοπημάτων
    αιτιατική το φτεροκόπημα τα φτεροκοπήματα
     κλητική φτεροκόπημα φτεροκοπήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτεροκόπημα < φτεροκοπώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φτεροκόπημα ουδέτερο

  • η γοργή κίνηση των φτερών του πουλιού, το χτύπημα του αέρα με τα φτερά

  Μεταφράσεις επεξεργασία