Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φτεροκοπώ < φτερό + κόπτω

  Ρήμα επεξεργασία

φτεροκοπώ

  • "κόβω" τον αέρα με τα φτερά, κινώ τα φτερά γρήγορα (για τα πουλιά)

Σημειώσεις επεξεργασία

  • το ελληνιστικό ή μεσαιωνικό "πτεροκοπῶ" είχε την έννοια "κόβω τα φτερά"

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία