Δείτε επίσης: σουσουρίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σουσουδίζω < σουσού, σουσούδ(ες) + -ίζω < γαλλική chouchou < chou

  Ρήμα επεξεργασία

σουσουδίζω, αόρ.: σουούδισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία