σουσουδίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σουσουδίζω, αόρ.: σουούδισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σουσού
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σουσουδίζω | σουσούδιζα | θα σουσουδίζω | να σουσουδίζω | σουσουδίζοντας | |
β' ενικ. | σουσουδίζεις | σουσούδιζες | θα σουσουδίζεις | να σουσουδίζεις | σουσούδιζε | |
γ' ενικ. | σουσουδίζει | σουσούδιζε | θα σουσουδίζει | να σουσουδίζει | ||
α' πληθ. | σουσουδίζουμε | σουσουδίζαμε | θα σουσουδίζουμε | να σουσουδίζουμε | ||
β' πληθ. | σουσουδίζετε | σουσουδίζατε | θα σουσουδίζετε | να σουσουδίζετε | σουσουδίζετε | |
γ' πληθ. | σουσουδίζουν(ε) | σουσούδιζαν σουσουδίζαν(ε) |
θα σουσουδίζουν(ε) | να σουσουδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σουσούδισα | θα σουσουδίσω | να σουσουδίσω | σουσουδίσει | ||
β' ενικ. | σουσούδισες | θα σουσουδίσεις | να σουσουδίσεις | σουσούδισε | ||
γ' ενικ. | σουσούδισε | θα σουσουδίσει | να σουσουδίσει | |||
α' πληθ. | σουσουδίσαμε | θα σουσουδίσουμε | να σουσουδίσουμε | |||
β' πληθ. | σουσουδίσατε | θα σουσουδίσετε | να σουσουδίσετε | σουσουδίστε | ||
γ' πληθ. | σουσούδισαν σουσουδίσαν(ε) |
θα σουσουδίσουν(ε) | να σουσουδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σουσουδίσει | είχα σουσουδίσει | θα έχω σουσουδίσει | να έχω σουσουδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις σουσουδίσει | είχες σουσουδίσει | θα έχεις σουσουδίσει | να έχεις σουσουδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει σουσουδίσει | είχε σουσουδίσει | θα έχει σουσουδίσει | να έχει σουσουδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σουσουδίσει | είχαμε σουσουδίσει | θα έχουμε σουσουδίσει | να έχουμε σουσουδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε σουσουδίσει | είχατε σουσουδίσει | θα έχετε σουσουδίσει | να έχετε σουσουδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σουσουδίσει | είχαν σουσουδίσει | θα έχουν σουσουδίσει | να έχουν σουσουδίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
σουσουδίζω
|