vendeur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vendeur | vendeurs |
θηλυκό | vendeuse | vendeuses |
vendeur (fr) αρσενικό
- ο πωλητής
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | vendeur | vendeurs |
θηλυκό | vendeuse | vendeuses |
vendeur (fr) αρσενικό