Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πάρσιμο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
πάρσιμ
ο
τα
παρσίμ
ατ
α
γενική
του
παρσίμ
ατ
ος
των
παρσιμ
άτ
ων
αιτιατική
το
πάρσιμ
ο
τα
παρσίμ
ατ
α
κλητική
πάρσιμ
ο
παρσίμ
ατ
α
Κατηγορία
όπως «
δέσιμο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πάρσιμο
<
παίρνω
+
-σιμο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πάρσιμο
ουδέτερο
η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
παίρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πάρσιμο