Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consignment consignments

  Ετυμολογία επεξεργασία

consignment < consign + -ment

  Ουσιαστικό επεξεργασία

consignment (en)

  Πηγές επεξεργασία