αποστολικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποστολικός < (ελληνιστική κοινή) ἀποστολικός < ἀπόστολος (απόστολος < αρχαία ελληνική ἀπόστολος (πρεσβευτής < ἀποστέλλω < ἀπό + στέλλω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική apôtre)
Επίθετο
επεξεργασίααποστολικός, -ή, -ό
- (θρησκεία) που σχετίζεται με τους Αποστόλους, αναφέρεται σ' αυτούς, προέρχεται απ' αυτούς ή συμφωνεί με τη διδασκαλία τους
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποστολικά
- → δείτε τις λέξεις απόστολος, αποστέλλω και στέλνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αποστολικός
|