flank
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
flank | flanks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαflank (en)
- η πτέρυγα, η αριστερή ή η δεξιά πλευρά ενός στρατού κατά τη διάρκεια μιας μάχης
- ↪ an attack on the left flank of the enemy - επίθεση στην αριστερή πτέρυγα του εχθρού
Πηγές
επεξεργασία- flank - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 759. ISBN 9780194325684., λήμμα: πτέρυγα