wing
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wing | wings |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwing (en)
- (μετρήσιμο) το φτερό πουλιού, αεροπλάνου κλπ.
- ⮡ All birds have wings.
- Όλα τα πουλιά έχουν φτερά.
- ⮡ All birds have wings.
- (μετρήσιμο) η πτέρυγα, το διακριτό τμήμα ενός κτιρίου
- ⮡ the new wing of a hospital - η νέα πτέρυγα του νοσοκομείου
- (μετρήσιμο) η πτέρυγα, ένα τμήμα ενός οργανισμού που έχει μια συγκεκριμένη λειτουργία ή του οποίου τα μέλη έχουν τις ίδιες απόψεις
- ⮡ the left/right wing of a party - η αριστερή/δεξιά πτέρυγα ενός κόμματος
Πηγές
επεξεργασία- wing - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 759. ISBN 9780194325684., λήμμα: πτέρυγα