mentonnet
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mentonnet < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
mentonnet | mentonnets |
mentonnet (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) μεταλλικό εξάρτημα που χρησιμεύει σαν όριο της μετακίνησης ενός άλλου