↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποξεσμένος η αποξεσμένη το αποξεσμένο
      γενική του αποξεσμένου της αποξεσμένης του αποξεσμένου
    αιτιατική τον αποξεσμένο την αποξεσμένη το αποξεσμένο
     κλητική αποξεσμένε αποξεσμένη αποξεσμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποξεσμένοι οι αποξεσμένες τα αποξεσμένα
      γενική των αποξεσμένων των αποξεσμένων των αποξεσμένων
    αιτιατική τους αποξεσμένους τις αποξεσμένες τα αποξεσμένα
     κλητική αποξεσμένοι αποξεσμένες αποξεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αποξεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποξέω

αποξεσμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη αποξέω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία