voltage level
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαvoltage level (en)
- (ηλεκτρονική), (ψηφιακά συστήματα) η στάθμη τάσης [1]
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- voltage level στην αγγλική Βικιπαίδεια
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «στάθμη τάσης» από αναζήτηση «voltage level» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.