Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

voltage level < → δείτε τις λέξεις voltage και level

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

voltage level (en)

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «στάθμη τάσης» από αναζήτηση «voltage level» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.