Ετυμολογία

επεξεργασία
voltage < volt + -age

Ουσιαστικό

επεξεργασία

voltage (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
voltage voltages

Ουσιαστικό

επεξεργασία

voltage (fr) αρσενικό