Ετυμολογία

επεξεργασία
voltage < volt + -age

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /voʊltɪdʒ/ (ΗΠΑ)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

voltage (en)

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
voltage voltages

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

voltage (fr) αρσενικό