voltage
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
voltage (en)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
voltage | voltages |
Ουσιαστικό επεξεργασία
voltage (fr) αρσενικό