stun
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | stun |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stuns |
αόριστος | stunned |
παθητική μετοχή | stunned |
ενεργητική μετοχή | stunning |
Ρήμα
επεξεργασίαstun (en)
Πηγές
επεξεργασία- stun - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 608. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξερός