παραθετικά
θετικός exceptionally
συγκριτικός more exceptionally
υπερθετικός most exceptionally

  Ετυμολογία

επεξεργασία
exceptionally < exceptional + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

exceptionally (en)

  1. εξαιρετικά, χρησιμοποιείται πριν από ένα επίθετο ή επίρρημα για να τονίσει πόσο ισχυρό ή ασυνήθιστο είναι το χαρακτηριστικό
    ⮡  an exceptionally beautiful woman - γυναίκα εξαιρετικά ωραία
    ⮡  an exceptionally complex situation - κατάσταση εξαιρετικά περίπλοκη
    ⮡  an exceptionally competitive environment - εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  2. κατ’ εξαίρεση, μόνο σε ασυνήθιστες περιστάσεις
    ⮡  Exceptionally (=As an exception), I too will drink a little wine.
    Κατ’ εξαίρεση θα πιω και ‘γώ λίγο κρασί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unusually