παραθετικά
θετικός fantastically
συγκριτικός more fantastically
υπερθετικός most fantastically

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fantastically < fantastical + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

fantastically (en)

  1. (ανεπίσημο) φανταστικά, πολύ καλά
    ⮡  You did fantastically!
    Τα πήγες φανταστικά!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
  2. (ανεπίσημο) φανταστικά, σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
    ⮡  The performance was fantastically good!
    Η παράσταση ήταν φανταστικά καλή!
    ⮡  The food he made was fantastically delicious.
    Το φαγητό που έφτιαξε ήταν φανταστικά νόστιμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  3. φανταστικά, για κάτι που πλάθει η φαντασία
    ⮡  His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
    Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.