fantastically
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fantastically |
συγκριτικός | more fantastically |
υπερθετικός | most fantastically |
Ετυμολογία
επεξεργασία- fantastically < fantastical + -ly
Επίρρημα
επεξεργασίαfantastically (en)
- (ανεπίσημο) φανταστικά, πολύ καλά
- ⮡ You did fantastically!
- Τα πήγες φανταστικά!
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excellently
- ⮡ You did fantastically!
- (ανεπίσημο) φανταστικά, σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό
- φανταστικά, για κάτι που πλάθει η φαντασία
- ⮡ His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
- Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.
- ⮡ His mind wandered fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.