φανταστικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφανταστικά < φανταστικός < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fantastique
Επίρρημα
επεξεργασίαφανταστικά
- φαντασιακά, για κάτι που πλάθει η φαντασία
- (μεταφορικά) καταπληκτικά, πάρα πολύ ωραία
Μεταφράσεις
επεξεργασία φανταστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφανταστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φανταστικό