splendid
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- splendid < λατινική splendidus < splendeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *splnd-eh₁- (εκδηλώνομαι, φανερώνομαι)
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | splendid |
συγκριτικός | more splendid |
υπερθετικός | most splendid |
splendid (en)
- λαμπρός, μεγαλοπρεπής
- ↪ a splendid reception - μεγαλοπρεπής δεξίωση
- έξοχος, θαυμάσιος
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη wonderful
Επιφώνημα επεξεργασία
splendid!
Πηγές επεξεργασία
- splendid - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 531. ISBN 9780194325684., λήμμα: μεγαλοπρεπής