Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

splendid < λατινική splendidus < splendeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *splnd-eh₁- ‎(εκδηλώνομαι, φανερώνομαι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsplɛndɪd/

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός splendid
συγκριτικός more splendid
υπερθετικός most splendid

splendid (en)

  1. λαμπρός, μεγαλοπρεπής
    a splendid reception - μεγαλοπρεπής δεξίωση
  2. έξοχος, θαυμάσιος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Επιφώνημα επεξεργασία

splendid!

  Πηγές επεξεργασία