Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διογκούμενος η διογκούμενη το διογκούμενο
      γενική του διογκούμενου της διογκούμενης του διογκούμενου
    αιτιατική τον διογκούμενο τη διογκούμενη το διογκούμενο
     κλητική διογκούμενε διογκούμενη διογκούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διογκούμενοι οι διογκούμενες τα διογκούμενα
      γενική των διογκούμενων των διογκούμενων των διογκούμενων
    αιτιατική τους διογκούμενους τις διογκούμενες τα διογκούμενα
     κλητική διογκούμενοι διογκούμενες διογκούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διογκούμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διογκούμενος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.oŋˈɡu.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐ο‐γκού‐με‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

διογκούμενος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διογκούμενος διογκουμένη τὸ διογκούμενον
      γενική τοῦ διογκουμένου τῆς διογκουμένης τοῦ διογκουμένου
      δοτική τῷ διογκουμέν τῇ διογκουμέν τῷ διογκουμέν
    αιτιατική τὸν διογκούμενον τὴν διογκουμένην τὸ διογκούμενον
     κλητική ! διογκούμενε διογκουμένη διογκούμενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διογκούμενοι αἱ διογκούμεναι τὰ διογκούμεν
      γενική τῶν διογκουμένων τῶν διογκουμένων τῶν διογκουμένων
      δοτική τοῖς διογκουμένοις ταῖς διογκουμέναις τοῖς διογκουμένοις
    αιτιατική τοὺς διογκουμένους τὰς διογκουμένᾱς τὰ διογκούμεν
     κλητική ! διογκούμενοι διογκούμεναι διογκούμεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διογκουμένω τὼ διογκουμέν τὼ διογκουμένω
      γεν-δοτ τοῖν διογκουμένοιν τοῖν διογκουμέναιν τοῖν διογκουμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυόμενος' όπως «λυόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

διογκούμενος, -η, -ον