Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διογκωμένος η διογκωμένη το διογκωμένο
      γενική του διογκωμένου της διογκωμένης του διογκωμένου
    αιτιατική τον διογκωμένο τη διογκωμένη το διογκωμένο
     κλητική διογκωμένε διογκωμένη διογκωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διογκωμένοι οι διογκωμένες τα διογκωμένα
      γενική των διογκωμένων των διογκωμένων των διογκωμένων
    αιτιατική τους διογκωμένους τις διογκωμένες τα διογκωμένα
     κλητική διογκωμένοι διογκωμένες διογκωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διογκωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διογκώνω

  Μετοχή επεξεργασία

διογκωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία