Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διογκωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διογκωμέν
ος
η
διογκωμέν
η
το
διογκωμέν
ο
γενική
του
διογκωμέν
ου
της
διογκωμέν
ης
του
διογκωμέν
ου
αιτιατική
τον
διογκωμέν
ο
τη
διογκωμέν
η
το
διογκωμέν
ο
κλητική
διογκωμέν
ε
διογκωμέν
η
διογκωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διογκωμέν
οι
οι
διογκωμέν
ες
τα
διογκωμέν
α
γενική
των
διογκωμέν
ων
των
διογκωμέν
ων
των
διογκωμέν
ων
αιτιατική
τους
διογκωμέν
ους
τις
διογκωμέν
ες
τα
διογκωμέν
α
κλητική
διογκωμέν
οι
διογκωμέν
ες
διογκωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διογκωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διογκώνω
Μετοχή
επεξεργασία
διογκωμένος, -η, -ο
που έχει
διογκωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιόγκωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διογκωμένος
αγγλικά
:
inflated
(en)