παραθετικά
θετικός inflated
συγκριτικός more inflated
υπερθετικός most inflated

  Επίθετο

επεξεργασία

inflated (en)

  1. φουσκωμένος
    ⮡  a balloon inflated with helium - μπαλόνι φουσκωμένο με ήλιο
  2. (μεταφορικά) αλαζονικός, διογκωμένος
    ⮡  inflated ego - διογκωμένο εγώ
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arrogant
  3. (οικονομία) υψηλότερο κόστος, διογκωμένος
    ⮡  inflated prices - διογκωμένες τιμές

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

inflated (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 240. ISBN 9780194325684. , λήμμα: διογκώνω