inflate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | inflate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | inflates |
αόριστος | inflated |
παθητική μετοχή | inflated |
ενεργητική μετοχή | inflating |
Ρήμα
επεξεργασία
inflate (en)
- (μεταβατικό) φουσκώνω κάτι (πχ ένα μπαλόνι) φυσώντας αέρα μέσα σ' αυτό
- (αμετάβατο) φουσκώνω