ενεστώτας inflate
γ΄ ενικό ενεστώτα inflates
αόριστος inflated
παθητική μετοχή inflated
ενεργητική μετοχή inflating

inflate (en)

  1. (μεταβατικό) φουσκώνω κάτι (πχ ένα μπαλόνι) φυσώντας αέρα μέσα σ' αυτό
  2. (αμετάβατο) φουσκώνω

Συγγενικά

επεξεργασία