ἀλλοπρόσαλλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλλοπρόσαλλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀλλοπρόσαλλος, -η, -ον
- (για τον Άρη) που στηρίζεται πρώτα στη μια πλευρά και έπειτα στην άλλη, άστατος, ευμετάβλητος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 889 (888-889)
- ὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς. | «μή τί μοι, ἀλλοπρόσαλλε, παρεζόμενος μινύριζε.
- Μ᾽ άγριο βλέμμ᾽ απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: | «Εδώ μη κάθεσ᾽, άστατε, ωσάν παιδί να κλαίεις·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς. | «μή τί μοι, ἀλλοπρόσαλλε, παρεζόμενος μινύριζε.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 889 (888-889)
- ευμετάβλητος, ασταθής
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- δόσε [στους μύστες] να έχουν αγαθή διάνοια, και να καταπαύσεις τις πολυμίσητες | γνώμες , τις ανίερες, τις υπεροπτικές, τις ευμετάβλητες.
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- δὸς δ’ ἀγαθὴν διάνοιαν ἔχειν, παύουσα πανεχθεῖς | γνώμας οὐχ ὁσίας, πανυπέρφρονας, ἀλλοπροσάλλας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘Ορφικοί ύμνοι, Ὀρφικοὶ ὕμνοι, Νεμέσεως ὕμνος, στιχ. 11-12
- κακόπιστος, δόλιος
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.4, @scaife.perseus
- καὶ δόλον ἀλλοπρόσαλλον ἀθηήτου Διονύσου,
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 46.4, @scaife.perseus
- (για κύματα, κ.α.) διαδοχικός
Πηγές
επεξεργασία- ἀλλοπρόσαλλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλλοπρόσαλλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.