κακόπιστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακόπιστος < (ελληνιστική κοινή) κακόπιστος < κακός + πίστη
Επίθετο επεξεργασία
κακόπιστος, -η, -ο
- που έχει κακή πίστη, που είναι προδιατεθειμένος αρνητικά
- που δεν τον εμπιστεύεται κάποιος
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- κακόπιστα
- κακοπιστία
- → δείτε τις λέξεις κακός και πίστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ κακόπιστος | τὸ κακόπιστον | οἱ, αἱ κακόπιστοι | τὰ κακόπιστα |
Γενική | τοῦ, τῆς κακοπίστου | τοῦ κακοπίστου | τῶν κακοπίστων | τῶν κακοπίστων |
Δοτική | τῷ, τῇ κακοπίστῳ | τῷ κακοπίστῳ | τοῖς, ταῖς κακοπίστοις | τοῖς κακοπίστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν κακόπιστον | τὸ κακόπιστον | τοὺς, τὰς κακοπίστους | τὰ κακόπιστα |
Κλητική | κακόπιστε | κακόπιστον | κακόπιστοι | κακόπιστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κακοπίστω | |||
Γενική-Δοτική | κακοπίστοιν |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
κακόπιστος, -ος, -ον