↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καλόπιστος η καλόπιστη το καλόπιστο
      γενική του καλόπιστου της καλόπιστης του καλόπιστου
    αιτιατική τον καλόπιστο την καλόπιστη το καλόπιστο
     κλητική καλόπιστε καλόπιστη καλόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καλόπιστοι οι καλόπιστες τα καλόπιστα
      γενική των καλόπιστων των καλόπιστων των καλόπιστων
    αιτιατική τους καλόπιστους τις καλόπιστες τα καλόπιστα
     κλητική καλόπιστοι καλόπιστες καλόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καλόπιστος < καλό- + πίστ(η) + -ος, (μεταφορικά) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kaˈlo.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λό‐πι‐στος

  Επίθετο

επεξεργασία

καλόπιστος, -η, -ο  (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)

  1. που συνεννοείται χωρίς προκαταλήψεις, με καλές προθέσεις
  2. που γίνεται με ειλικρίνεια

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία