καλόπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλόπιστος < καλό- + πίστ(η) + -ος, (μεταφορικά) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈlo.pi.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐λό‐πι‐στος
Επίθετο
επεξεργασίακαλόπιστος, -η, -ο (σχηματίζει τα παραθετικά περιφραστικά)
- που συνεννοείται χωρίς προκαταλήψεις, με καλές προθέσεις
- που γίνεται με ειλικρίνεια
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλόπιστα (επίρρημα)
- καλοπιστία
- καλοπίστως (λόγιο επίρρημα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλόπιστος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλόπιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας