καλοπιστία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοπιστία < καλόπιστος + -ία
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοπιστία θηλυκό
- το να είναι κάποιος καλόπιστος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καλόπιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπιστία
|