καλόπιστων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίακαλόπιστων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του καλόπιστος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του καλόπιστος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλόπιστος
καλόπιστων