↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υστερόβουλος η υστερόβουλη το υστερόβουλο
      γενική του υστερόβουλου της υστερόβουλης του υστερόβουλου
    αιτιατική τον υστερόβουλο την υστερόβουλη το υστερόβουλο
     κλητική υστερόβουλε υστερόβουλη υστερόβουλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υστερόβουλοι οι υστερόβουλες τα υστερόβουλα
      γενική των υστερόβουλων των υστερόβουλων των υστερόβουλων
    αιτιατική τους υστερόβουλους τις υστερόβουλες τα υστερόβουλα
     κλητική υστερόβουλοι υστερόβουλες υστερόβουλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υστερόβουλος < (καθαρεύουσα) ὑστερόβουλος < ὑστεροβουλ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < (ελληνιστική κοινήὑστεροβουλία. Μορφολογικά αναλύεται σε υστερό- + -βουλος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.steˈɾo.vu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐στε‐ρό‐βού‐λος
τονικό παρώνυμο: υστεροβούλως

  Επίθετο

επεξεργασία

υστερόβουλος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία