Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υστεροβούλως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑστεροβούλως < ὑστερόβουλος. Συγχρονικά αναλύεται σε υστερόβουλ(ος) + -ως

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.ste.ɾoˈvu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐στε‐ρο‐βού‐λως
τονικό παρώνυμο: υστερόβουλος

  Επίρρημα επεξεργασία

υστεροβούλως

  Πηγές επεξεργασία