Δείτε επίσης: ἀπώτερος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απώτερος η απώτερη το απώτερο
      γενική του απώτερου της απώτερης του απώτερου
    αιτιατική τον απώτερο την απώτερη το απώτερο
     κλητική απώτερε απώτερη απώτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απώτεροι οι απώτερες τα απώτερα
      γενική των απώτερων των απώτερων των απώτερων
    αιτιατική τους απώτερους τις απώτερες τα απώτερα
     κλητική απώτεροι απώτερες απώτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απώτερος < αρχαία ελληνική ἀπώτερος < ἀπωτέρω συγκριτικός βαθμός του επιρρήματος ἄπωθεν (από μακριά) < ἀπό ή ἄπο

  Επίθετο επεξεργασία

απώτερος -η -ο

  1. μακρινός τοπικά ή χρονικά, σε δεύτερη ή πάντως σε μετέπειτα φάση μιας εν εξελίξει ενέργειας ή σχεδίου, μειωμένης σημασίας ή, αντιθέτως, μεγάλης
    Ας δούμε τι κάνουμε τώρα, γιατί αυτά που λες αφορούν στο απώτερο μέλλον
    Γρινιάζεις με τον καθηγητή σου λες και διαβάζεις για να του κάνεις χατίρι, ενώ έχεις απώτερο στόχο να μπεις στο Πανεπιστήμιο
  2. (μεταφορικά) ο πραγματικός στόχος, όχι αυτός που φαίνεται σε πρώτο επίπεδο ερμηνείας
    είναι αδιευκρίνιστες οι απώτερες επιδιώξεις του

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία