απώτατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απώτατος | η | απώτατη | το | απώτατο |
γενική | του | απώτατου | της | απώτατης | του | απώτατου |
αιτιατική | τον | απώτατο | την | απώτατη | το | απώτατο |
κλητική | απώτατε | απώτατη | απώτατο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απώτατοι | οι | απώτατες | τα | απώτατα |
γενική | των | απώτατων | των | απώτατων | των | απώτατων |
αιτιατική | τους | απώτατους | τις | απώτατες | τα | απώτατα |
κλητική | απώτατοι | απώτατες | απώτατα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απώτατος < αρχαία ελληνική ἀπωτάτω < ἄπωθεν < ἀπό
Επίθετο
επεξεργασίααπώτατος, -η, -ο