ultimate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαultimate (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- ύστατος, έσχατος, τελικός, οριστικός
- βασικός
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fundamental
- που είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ή έκταση, υπέρτατος
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ultimate - Oxford Learner's Dictionaries
- Λήμμα «ultimate», στο: D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 760.