Ετυμολογία

επεξεργασία
ultimate < λατινική ultimatus (απώτατος) < ultimus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈʌltɪmɪt/

  Επίθετο

επεξεργασία

ultimate (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. ύστατος, έσχατος, τελικός, οριστικός
    ⮡  That is my ultimate decision.
    Αυτή είναι η τελική απόφασή μου.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη final
  2. βασικός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fundamental
  3. που είναι στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ή έκταση, υπέρτατος

Συγγενικά

επεξεργασία