ultimatum
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ultimatum (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /yl.ti.ma.tɔm/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
ultimatum | ultimatums |
ultimatum (fr) αρσενικό
- το τελεσίγραφο
ultimatum (en)
ενικός | πληθυντικός |
ultimatum | ultimatums |
ultimatum (fr) αρσενικό