τελεσίγραφο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τελεσίγραφο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τελεσίγραφο ουδέτερο
- έσχατο, οριστικό έγγραφο, διατύπωση όρων τελειωτικών και αμετάβλητων
- είδος διπλωματικού εγγράφου που περιλαμβάνει αξιώσεις και χρονική προθεσμία με βαρύ αντίκτυπο σε περίπτωση μη απάντησης ως και τη διακοπή διπλωματικών σχέσεων ή και τον πόλεμο