Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ουλτιμάτο < → δείτε τη λέξη ουλτιμάτουμ και τη λατινική ultimatum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ουλτιμάτο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία