υπέρτατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπέρτατος < αρχαία ελληνική ὑπέρτατος < ὑπέρ + -τατος
Επίθετο
επεξεργασίαυπέρτατος, -η, -ο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ανώτατος