Ετυμολογία

επεξεργασία

τοπικά < τοπικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

τοπικά

  • σε έναν τόπο ή κατά τόπους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

τοπικά