in good faith
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαin good faith (en)
- (ιδιωματισμός) καλόπιστα
- ⮡ I accept that you acted in good faith.
- Δέχομαι ότι ενήργησες καλόπιστα.
- ≠ αντώνυμα: in bad faith
- ⮡ I accept that you acted in good faith.