in bad faith
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Έκφραση επεξεργασία
in bad faith (en)
- (ιδιωματισμός) κακόπιστα
- ↪ I accept that you acted in bad faith.
- Δέχομαι ότι ενήργησες κακόπιστα.
- ≠ αντώνυμα: in good faith
- ↪ I accept that you acted in bad faith.