Δείτε επίσης: αἱρετικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιρετικός η αιρετική το αιρετικό
      γενική του αιρετικού της αιρετικής του αιρετικού
    αιτιατική τον αιρετικό την αιρετική το αιρετικό
     κλητική αιρετικέ αιρετική αιρετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιρετικοί οι αιρετικές τα αιρετικά
      γενική των αιρετικών των αιρετικών των αιρετικών
    αιτιατική τους αιρετικούς τις αιρετικές τα αιρετικά
     κλητική αιρετικοί αιρετικές αιρετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιρετικός < μεσαιωνική ελληνική αἱρετικός (ίδια σημασία) < αρχαία ελληνική αἱρετικός < αἱρέω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ɾe.tiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αιρετικός, -ή, -ό

  1. (θρησκεία) που έχει σχέση με αίρεση ή την υποστηρίζει
  2. (μεταφορικά) που έχει διαφορετικές απόψεις από τις συνηθισμένες
  3. (ουσιαστικοποιημένο) ο αιρετικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία