Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιρετικά < αιρετικός

  Επίρρημα επεξεργασία

αιρετικά

  • με τρόπο που διαφέρει από την επίσημα αποδεκτή άποψη

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αιρετικά