Ετυμολογία

επεξεργασία
αιρετικά < αιρετικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

αιρετικά

  • με τρόπο που διαφέρει από την επίσημα αποδεκτή άποψη

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αιρετικά