hérétique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- hérétique < λατινική haereticus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hérétique | hérétiques |
hérétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hérétique | hérétiques |
hérétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό