Ετυμολογία

επεξεργασία
hérétique < λατινική haereticus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ʁe.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
hérétique hérétiques

hérétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό