νευρωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίανευρωνικός, -ή, -ό
- (ανατομία) που έχει σχέση με νευρώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς
- (πληροφορική) που έχει σχέση με τα νευρωνικά δίκτυα ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία- ↑ νευρωνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)