Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νευρωνικός η νευρωνική το νευρωνικό
      γενική του νευρωνικού της νευρωνικής του νευρωνικού
    αιτιατική τον νευρωνικό τη νευρωνική το νευρωνικό
     κλητική νευρωνικέ νευρωνική νευρωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νευρωνικοί οι νευρωνικές τα νευρωνικά
      γενική των νευρωνικών των νευρωνικών των νευρωνικών
    αιτιατική τους νευρωνικούς τις νευρωνικές τα νευρωνικά
     κλητική νευρωνικοί νευρωνικές νευρωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νευρωνικός < νευρώνας + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuronal[1])

  Επίθετο επεξεργασία

νευρωνικός, -ή, -ό

  1. (ανατομία) που έχει σχέση με νευρώνες ή αναφέρεται σ' αυτούς
  2. (πληροφορική) που έχει σχέση με τα νευρωνικά δίκτυα ή αναφέρεται σ' αυτά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. νευρωνικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)