↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οργανωτικός η οργανωτική το οργανωτικό
      γενική του οργανωτικού της οργανωτικής του οργανωτικού
    αιτιατική τον οργανωτικό την οργανωτική το οργανωτικό
     κλητική οργανωτικέ οργανωτική οργανωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οργανωτικοί οι οργανωτικές τα οργανωτικά
      γενική των οργανωτικών των οργανωτικών των οργανωτικών
    αιτιατική τους οργανωτικούς τις οργανωτικές τα οργανωτικά
     κλητική οργανωτικοί οργανωτικές οργανωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οργανωτικός < οργανωτής + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

οργανωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει ως έργο του να οργανώσει κάτι
    ⮡  η οργανωτική επιτροπή του συνεδρίου
  2. που έχει την ικανότητα να οργανώσει
    ⮡  οργανωτικός άνθρωπος
     συνώνυμα: μεθοδικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία